Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διεθνοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
  3. θα διεθνοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεθνοποιώ