Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαχειμάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχειμάζω
  2. θα διαχειμάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχειμάζω