Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαφώνησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διαφωνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαφωνώ