διαφωτίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφωτίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφωτίζω
- θα διαφωτίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφωτίζω
διαφωτίσουν