Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαφωτίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφωτίζω
  2. θα διαφωτίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφωτίζω