Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαφοροποιηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφοροποιούμαι
  2. θα διαφοροποιηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφοροποιούμαι