διαφοροποιηθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαφοροποιηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαφοροποιούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφοροποιούμαι
- θα διαφοροποιηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφοροποιούμαι