διαφιλονικήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφιλονικήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφιλονικώ
- θα διαφιλονικήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφιλονικώ