διαφανούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφανούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφαίνομαι
- θα διαφανούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφαίνομαι
διαφανούν