Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφαίνομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

διαφαίνομαι

  • αρχίζω να γίνομαι ορατός, φαίνομαι, διαγράφομαι, διακρίνομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία