Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διατυμπανίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατυμπανίζω
  2. θα διατυμπανίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατυμπανίζω