διατυμπάνισις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατυμπάνισις (μαρτυρείται από το 1889) [1] < → και δείτε τη λέξη διατυμπάνιση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατυμπάνισις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 285, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου