διατάραξις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατάραξις (μαρτυρείται από το 1840) [1] < διαταράσσω, διαταρακ- + -σις > -ξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατάραξις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η διατάραξη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 284, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου