διασπαθίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιασπαθίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διασπαθίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασπαθίζω
- θα διασπαθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασπαθίζω