Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διασπαθίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διασπαθίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασπαθίζω
  3. θα διασπαθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασπαθίζω