Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διασπάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασπώ
  2. θα διασπάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασπώ