διασκευάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διασκευάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκευάζω
- θα διασκευάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκευάζω