Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρρύθμισις (μαρτυρείται από το 1888) [1] < διαρρυθυμί(ζω) + -σις. Για την ορθογραφία → δείτε ρρ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαρρύθμισις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «διαῤῥύθμισις» σελ. 283, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου