διαρκέσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαρκέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαρκώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαρκώ
- θα διαρκέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαρκώ