Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπύρως < διάπυρ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

διαπύρως

  Πηγές επεξεργασία