διαπρέψουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαπρέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπρέπω
- θα διαπρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπρέπω
διαπρέψουν