Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαπλεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπλέω
  2. θα διαπλεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπλέω