διαπλεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαπλεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπλέω
- θα διαπλεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπλέω
διαπλεύσουμε