διαπιστώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαπιστώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπιστώνω
- θα διαπιστώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπιστώνω