Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαπιστεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαπιστεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπιστεύω
  3. θα διαπιστεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπιστεύω