διαπαιδαγώγησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπαιδαγώγησις (μαρτυρείται από το 1876) [1] < αρχαία ελληνική διαπαιδαγωγέω / διαπαιδαγωγῶ, διαπαιδαγωγη- + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπαιδαγώγησις θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 281, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου