διαπαιδαγωγήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαπαιδαγωγήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπαιδαγωγώ
- θα διαπαιδαγωγήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπαιδαγωγώ