Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπίστωσις (μαρτυρείται από το 1766) [1] < διαπιστώ(νω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαπίστωσις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «διαπιστώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.