Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διανείμετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανέμω
  2. θα διανείμετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανέμω