Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαμετακόμισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διαμετακόμισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διαμετακομίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διαμετακομίζω