διαμετακομίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαμετακομίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαμετακομίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμετακομίζομαι | διαμετακομιζόμουν(α) | θα διαμετακομίζομαι | να διαμετακομίζομαι | ||
β' ενικ. | διαμετακομίζεσαι | διαμετακομιζόσουν(α) | θα διαμετακομίζεσαι | να διαμετακομίζεσαι | (διαμετακομίζου) | |
γ' ενικ. | διαμετακομίζεται | διαμετακομιζόταν(ε) | θα διαμετακομίζεται | να διαμετακομίζεται | ||
α' πληθ. | διαμετακομιζόμαστε | διαμετακομιζόμαστε διαμετακομιζόμασταν |
θα διαμετακομιζόμαστε | να διαμετακομιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαμετακομίζεστε | διαμετακομιζόσαστε διαμετακομιζόσασταν |
θα διαμετακομίζεστε | να διαμετακομίζεστε | (διαμετακομίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαμετακομίζονται | διαμετακομίζονταν διαμετακομιζόντουσαν |
θα διαμετακομίζονται | να διαμετακομίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμετακομίστηκα | θα διαμετακομιστώ | να διαμετακομιστώ | διαμετακομιστεί | ||
β' ενικ. | διαμετακομίστηκες | θα διαμετακομιστείς | να διαμετακομιστείς | διαμετακομίσου | ||
γ' ενικ. | διαμετακομίστηκε | θα διαμετακομιστεί | να διαμετακομιστεί | |||
α' πληθ. | διαμετακομιστήκαμε | θα διαμετακομιστούμε | να διαμετακομιστούμε | |||
β' πληθ. | διαμετακομιστήκατε | θα διαμετακομιστείτε | να διαμετακομιστείτε | διαμετακομιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαμετακομίστηκαν διαμετακομιστήκαν(ε) |
θα διαμετακομιστούν(ε) | να διαμετακομιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαμετακομιστεί | είχα διαμετακομιστεί | θα έχω διαμετακομιστεί | να έχω διαμετακομιστεί | διαμετακομισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαμετακομιστεί | είχες διαμετακομιστεί | θα έχεις διαμετακομιστεί | να έχεις διαμετακομιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαμετακομιστεί | είχε διαμετακομιστεί | θα έχει διαμετακομιστεί | να έχει διαμετακομιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμετακομιστεί | είχαμε διαμετακομιστεί | θα έχουμε διαμετακομιστεί | να έχουμε διαμετακομιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαμετακομιστεί | είχατε διαμετακομιστεί | θα έχετε διαμετακομιστεί | να έχετε διαμετακομιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμετακομιστεί | είχαν διαμετακομιστεί | θα έχουν διαμετακομιστεί | να έχουν διαμετακομιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμετακομίζομαι
|