Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαμερίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμερίζω
  2. θα διαμερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμερίζω