διαμελίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαμελίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμελίζω
- θα διαμελίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμελίζω
διαμελίσουμε