διαμαρτύρησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμαρτύρησις (μαρτυρείται από το 1856) [1] < αρχαία ελληνική διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ, διαμαρτυρη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμαρτύρησις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου