Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλεύκανσις (μαρτυρείται από το 1895) [1] < αρχαία ελληνική διαλευκαίνω, διαλευκαν- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαλεύκανσις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου