Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαλευκάνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλευκαίνω
  2. θα διαλευκάνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλευκαίνω