διαλάμψετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαλάμψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλάμπω
- θα διαλάμψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλάμπω
διαλάμψετε