Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαλάμψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαλάμπω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλάμπω
  3. θα διαλάμψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλάμπω