διακωμῴδησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακωμῴδησις (μαρτυρείται από το 1861) [1] < αρχαία ελληνική διακωμῳδέω / διακωμῳδῶ, διακωμωδη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακωμῴδησις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 279, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου