Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διακυμανθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακυμαίνομαι
  2. θα διακυμανθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακυμαίνομαι