διακριθούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιακριθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακρίνομαι
- θα διακριθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακρίνομαι
διακριθούμε