Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διακοσμήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακοσμώ
  2. θα διακοσμήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακοσμώ