Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διακινδυνεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διακινδυνεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακινδυνεύω
  3. θα διακινδυνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακινδυνεύω