διακηρύξουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιακηρύξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακηρύττω
- θα διακηρύξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακηρύττω
διακηρύξουν