Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαιτητεύσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαιτητεύω
  2. θα διαιτητεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαιτητεύω