διαδεχτεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαδεχτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαδέχομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαδέχομαι
- θα διαδεχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαδέχομαι