Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαγωγιμότης θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) η διαγωγιμότητα
    ※  Σηκώνω τὸ κεφάλι μου ἀπ ̓ τὸ χειρόγραφο καὶ ἡ ματιά μου πέφτει στὴ βελόνα τοῦ ὀργάνου διαγωγιμότητος περιβάλλοντος (Μάκης Πανώριος, Το Ελληνικό φανταστικό διήγημα, εκδ. Αίολος, 1987, σελ. 187)
    ※  Εκτός της προαναφερθείσης διαγωγιμότητος η οποία είναι γνωστή και ως αμοιβαία διαγωγιμότης.. (Ελευθερουδάκη Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια μετά πλήρους λεξικού της Ελληνικής γλώσσης, τόμος 8, σελ. 780, Εγκυκλοπαιδικαί εκδόσεις Νίκας, 1979 [μεταγραφή σε μονοτονικό])
    ※  κυκλώματα της κατηγορίας αυτής στηρίζονται επί της διαγωγιμότητος (transconductance) των χρησιμοποιούμενων ενεργών στοιχείων, (τραντζίστορ κ.τ.λ ). (Βασίλης Λειβαδιώτης, Πτυχιακή Εργασία, ΤΕΙ Καβάλας, Καβάλα, 1991 [1])