διαβιβάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαβιβάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαβιβάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβιβάζω
- θα διαβιβάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβιβάζω