δημαρχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημαρχώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
δημαρχώ, πρτ.: δημαρχούσα, στ.μέλλ.: θα δημαρχήσω, αόρ.: δημάρχησα, μτχ. ενεστ. δημαρχών
- (σπάνιο) κατέχω το αξίωμα του δημάρχου
Σημειώσεις επεξεργασία
Χρησιμοποιείται κυρίως στην μετοχή και σε τυπικές φράσεις όπως το έργο περατώθηκε δημαρχούντος του τάδε
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημαρχώ
|