δημαρχεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημαρχεῖον (μαρτυρείται από το 1832) [1] < δήμαρχ(ος) + -εῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημαρχεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το δημαρχείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 272, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου