δημαρχεύσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδημαρχεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημαρχεύω
- θα δημαρχεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημαρχεύω
δημαρχεύσουν