Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δηλητηριαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δηλητηριάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δηλητηριάζομαι
  3. θα δηλητηριαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δηλητηριάζομαι